- ἡγεμονίαι
- ἡγεμονίαleading the wayfem nom/voc plἡγεμονίᾱͅ , ἡγεμονίαleading the wayfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡγεμονίᾳ — ἡγεμονίαι , ἡγεμονία leading the way fem nom/voc pl ἡγεμονίᾱͅ , ἡγεμονία leading the way fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμονία — η (AM ἡγεμονία) 1. το να είναι κάποιος ηγεμόνας, κυριαρχία, αρχηγία, εξουσία 2. η πρωτεύουσα θέση, η πρώτη θέση 3. πολιτική κυριαρχία («η ηγεμονία τής Αγγλίας πάνω σε πολλές χώρες» 4. κράτος («τοῑς καλοῑς τῆς ἡγεμονίας νόμοις», Αθην.Μηχ.) 5. η… … Dictionary of Greek
ληιτιαί — ληϊτιαί, αἱ (Α) [λήϊτον] (κατά τον Ησύχ.) «ἡγεμονίαι, στρατιαί» … Dictionary of Greek